- κενολογίᾳ
- κενολογίᾱͅ , κενολογίαemptyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενολογία — η (ΑΜ κενολογία, Α κενεολογία) [κενολογώ] ομιλία χωρίς νόημα, ματαιολογία, φλυαρία, μωρολογία, αερολογία αρχ. στρεψοδικία … Dictionary of Greek
κενολογία — η η κενότητα των λόγων, τα κούφια λόγια, ρηχή και επιπόλαιη ομιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κενολογίας — κενολογίᾱς , κενολογία empty fem acc pl κενολογίᾱς , κενολογία empty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενολογίαι — κενολογίᾱͅ , κενολογία empty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενολογίαν — κενολογίᾱν , κενολογία empty fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενολογίαις — κενολογία empty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
259 (число) — 259 двести пятьдесят девять 256 · 257 · 258 · 259 · 260 · 261 · 262 Факторизация: Римская запись: CCLIX Двоичное: 100000011 Восьмеричное: 403 … Википедия
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενεολογία — κενεολογία, ἡ (Α) βλ. κενολογία … Dictionary of Greek